Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραδοκώ [karaδokó] Ρ10.9α : 1. περιμένω με τεταμένη την προσοχή μου να έρθει η κατάλληλη στιγμή, η ευκαιρία για να δράσω· καιροφυλακτώ: Ο εχθρός καραδοκεί μια στιγμή αδυναμίας μας για να μας επιτεθεί. Ο δολοφόνος καραδοκούσε μέσα στο σκοτάδι. 2. για κτ. που αποτελεί συνεχή και ύπουλη απειλή: Ο κίνδυνος του ατυχήματος καραδοκεί σε κάθε στροφή του δρόμου. Ο θάνατος καραδοκεί.
[λόγ. < αρχ. καραδοκῶ]