Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπελώνω [kapelóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1. βάζω, φορώ σε κπ. καπέλο: Bγαίνει πάντα καπελωμένη. ANT ακαπέλωτη. 2. (μτφ.) επιβάλλω τις απόψεις μου σε μια οργανωμένη ομάδα, με το πρόσχημα της προστασίας ή της υποστήριξης: Δε θα επιτρέψουμε να καπελώσουν οι διάφοροι πολιτικάντηδες το κίνημά μας. Tο συνδικαλιστικό κίνημα καπελώθηκε από τα κόμματα. || (παθ.) κάνω αποτυχημένη αγορά: Tο καπελώθηκα το φουστάνι.
[καπέλ(ο) -ώνω]