Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καμπουριάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμπουριάζω [kamburjázo] Ρ2.1α μππ. καμπουριασμένος : 1. κάνω καμπούρα, παθαίνω κύφωση: Γέρασε και καμπούριασε. Tον έβλεπα να περπατάει αργά, αδύνατο και καμπουριασμένο, και σκεφτόμουν πόσο όμορφος ήταν στα νιάτα του. Tο κορμί του είναι καμπουριασμένο. 2. κρατώ το σώμα μου σκυφτό και η πλάτη μου κυρτώνεται σαν να έχει καμπούρα: Σήκωσε τους ώμους σου, μην καμπουριάζεις. || H γάτα αγρίεψε και καμπούριασε τη ράχη της.

[καμπούρ(ης) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go