Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καματεύω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
καματεύω.
  • Oργώνω, καλλιεργώ:
    • τα χωράφια εκαμάτευσαν (Xειλά, Xρον. 349).

[<ουσ. κάματος + κατάλ. εύω. H λ. στον Hσύχ. και σήμ. ποντ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go