Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καματεύω.
-
- Oργώνω, καλλιεργώ:
- τα χωράφια εκαμάτευσαν (Xειλά, Xρον. 349).
[<ουσ. κάματος + κατάλ. ‑εύω. H λ. στον Hσύχ. και σήμ. ποντ.]
- Oργώνω, καλλιεργώ:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[<ουσ. κάματος + κατάλ. ‑εύω. H λ. στον Hσύχ. και σήμ. ποντ.]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |