Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλτσώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλτσώνω [kaltsóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) α. φορώ σε κπ. κάλτσες. ANT ξεκαλτσώνω: Είναι καλτσωμένος. ANT ξεκάλτσωτος. β. αγοράζω για κπ. κάλτσες.

[κάλτσ(α) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go