Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοταΐζω [kalotaízo] -ομαι Ρ2.1 : δίνω σε κπ. τροφή άφθονη, θρεπτική και ακριβή. || (μππ., οικ.) για κπ. που έζησε και ζει χωρίς υλικές στερήσεις και που συνήθ. έχει αποτυπωμένη στην όψη του αυτή την άνεση.
[καλο- + ταΐζω]