Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοσυνεύω [kalosinévo] Ρ5.2α : (οικ.) γίνομαι καλύτερος, κυρίως ως απρόσωπο καλοσυνεύει, βελτιώνεται, καλυτερεύει ο καιρός: Άμα καλοσυνέψει θα έρθω να σε δω.
[μσν. καλοσυνεύω < καλοσύν(η) -εύω]