Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλοσυνεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοσυνεύω [kalosinévo] Ρ5.2α : (οικ.) γίνομαι καλύτερος, κυρίως ως απρόσωπο καλοσυνεύει, βελτιώνεται, καλυτερεύει ο καιρός: Άμα καλοσυνέψει θα έρθω να σε δω.

[μσν. καλοσυνεύω < καλοσύν(η) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go