Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλοπουλώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοπουλώ [kalopuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : πουλώ κτ. σε τιμή που με συμφέρει, δηλαδή το πουλώ ακριβά.

[καλο- + πουλώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go