Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλοπληρώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοπληρώνω [kalopliróno] -ομαι Ρ1 : πληρώνω κπ. ικανοποιητικά, συνήθ. για εργοδότη που αμείβει καλά τον εργαζόμενο. ANT κακοπληρώνω: Οι ειδικευμένοι τεχνικοί καλοπληρώνονται. || Kαλοπληρωμένη δουλειά / θέση.

[καλο- + πληρώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go