Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλοπιάνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοπιάνω [kalopxáno] Ρ αόρ. καλόπιασα, απαρέμφ. καλοπιάσει : προσπαθώ να φανώ ευχάριστος σε κπ., με λόγια ή με έργα, με απώτερο σκοπό να πετύχω κτ., να εξυπηρετήσω κάποιο συμφέρον μου.

[μσν. καλοπιάνω < καλο- + πιάνω]

[Λεξικό Κριαρά]
καλοπιάνω.
  • (Mεταφ.) φέρομαι καλά σε κάπ., κολακεύω κάπ.:
    • (Διγ. O 395).

[<επίρρ. καλά + πιάνω. H λ. στο Du Cange (ειν) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go