Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλοζώ
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοζώ [kalozó] Ρ10.9α αόρ. καλόζησα και καλοέζησα, απαρέμφ. καλοζήσει : ζω χωρίς στερήσεις. ANT κακοζώ: Kαλόζησε μ΄ αυτόν που παντρεύτηκε.

[καλο- + ζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοζωία η [kalozoía] Ο25α : ο άνετος τρόπος ζωής, η καλοπέραση.

[λόγ. καλο- + ζω(ή) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοζωισμένος -η -ο [kalozoizménos] Ε3 : που έχει ζήσει άνετη ζωή, χωρίς στερήσεις και ταλαιπωρίες που καταβάλλουν σωματικά και ψυχικά. ANT κακοζωισμένος.

[καλο- + ζωισμένος κατά το κακοζωισμένος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go