Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλοεξετάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοεξετάζω [kaloeksetázo] -ομαι Ρ2.1 : εξετάζω κτ., το ερευνώ ή το ελέγχω πολύ προσεχτικά, για να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα ή σε κάποια απόφαση: Aν την καλοεξετάσεις αυτή την προσφορά, θα δεις ότι δε σε συμφέρει.

[καλο- + εξετάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go