Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοεξετάζω [kaloeksetázo] -ομαι Ρ2.1 : εξετάζω κτ., το ερευνώ ή το ελέγχω πολύ προσεχτικά, για να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα ή σε κάποια απόφαση: Aν την καλοεξετάσεις αυτή την προσφορά, θα δεις ότι δε σε συμφέρει.
[καλο- + εξετάζω]