Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλοβλέπω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοβλέπω [kalovlépo] Ρ πρτ. καλόβλεπα και καλοέβλεπα, αόρ. καλόειδα και καλοείδα και (σπάν., λαϊκότρ.) καλόδα, απαρέμφ. καλοδεί : (οικ.) 1. μόνο σε αρνητική πρόταση δεν ~, δε βλέπω πολύ καλά είτε γιατί δεν έχω καλή όραση είτε γιατί οι εξωτερικές συνθήκες δε μου το επιτρέπουν: Δεν καλοέβλεπα τώρα τελευταία και πήγα στο γιατρό. 2. αντιμετωπίζω κπ. ή κτ. με φιλική διάθεση ή με ευχαρίστηση· ΣYN έκφρ. τον / το βλέπω με καλό μάτι: Σαν να τον καλοβλέπει αυτόν το νεαρό, φαίνεται πως της αρέσει. Δεν την ~ αυτή τη συνεργασία.

[μσν. καλοβλέπω < καλο- + βλέπω]

[Λεξικό Κριαρά]
καλοβλέπω.
  • Α´ Mτβ.
    • 1) Bλέπω καλά κάπ., εξετάζω με προσοχή κ.:
      • είδεν, εκαλοείδε τον, ώραν πολλήν θωρεί τον (Θησ. I´ [382]· Ερωτόκρ. Δ´ 437).
    • 2) Bλέπω ευνοϊκά:
      • πώς θέλει με καλοϊδεί να ’χω ευεργεσίαν; (Aιτωλ., Mύθ. 9812).
  • Β´ Aμτβ.
    • 1) Bλέπω καλά, εξετάζω με προσοχή:
      • (Eρωτόκρ. E´ 721).
    • 2) Παρακολουθώ με προσοχή:
      • (Θησ. H´ [893]).

[<επίρρ. καλά + βλέπω. H λ. στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go