Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλαμπουρίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαμπουρίζω [kalaburízo] Ρ2.1α : λέω καλαμπούρια, αστεία. || (έκφρ.) το ~, συζητώ με συντροφιά, σε εύθυμο τόνο, θέματα όχι σοβαρά: Xτες το καλαμπουρίσαμε λιγάκι.

[καλαμπούρ(ι) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go