Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλάρω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλάρω [kaláro] Ρ6α : (ναυτ.) 1α. ~ τα πανιά, τα μαζεύω. β. ~ τα δίχτυα, τα ρίχνω στη θάλασσα. 2. ανοίγομαι στη θάλασσα.

[αντδ. < βεν. calar `αφήνω να πέσουν (πανιά κτλ.)΄ < υστλατ. calare < αρχ. χαλῶ `χαλαρώ νω, αφήνω να πέσει΄ (δες και χαλώ)]

[Λεξικό Κριαρά]
καλάρω.
  • (Mτβ. και αμτβ.) κατεβάζω, χαμηλώνω:
    • εκαλάρισε … την αντέναν (Σουμμ., Pεμπελ. 178· Κατζ. Β´ 81).

[<ιταλ. calare. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go