Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακοφορμίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοφορμίζω [kakoformízo] Ρ2.1α μππ. κακοφορμισμένος : (οικ.) για κτ. που μαζεύει πύον ή παθαίνει φλεγμονή: H πληγή μολύνθηκε και κακοφόρμισε. || προκαλώ σχηματισμό πύου ή φλεγμονής.

[ίσως *κακαφορμίζω < κακ(ο)- + αφορμίζω και τροπή [a > o] που είναι το συνηθέστερο συνδετικό φων.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go