Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακοτυπώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοτυπώνω [kakotipóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. στη μππ.) : για έντυπο που έχει ατέλειες στην εκτύπωση.

[κακο- + τυπώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go