Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακοτρώω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοτρώω [kakotróo] Ρ αόρ. κακόφαγα και κακοέφαγα, απαρέμφ. κακοφάει : τρώω ανεπαρκή ποσότητα τροφής, κακής ποιότητας, όχι σωστά παρασκευασμένη ή γενικότερα, τρώω σε ακατάλληλο περιβάλλον ή σε ακατάλληλες συνθήκες.

[κακο- + τρώω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go