Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακοπληρώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοπληρώνω [kakopliróno] -ομαι Ρ1 : δεν πληρώνω κπ. ικανοποιητικά, συνήθ. για εργοδότη που δίνει στον εργαζόμενο μικρή αμοιβή. ANT καλοπληρώνω: Kακοπληρώνει τους εργάτες του / τους εργαζόμενους στην επιχείρησή του. Είμαστε από τους πιο κακοπληρωμένους υπαλλήλους. || Kακοπληρωμένη δουλειά.

[κακο- + πληρώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go