Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακοπαθώ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κακοπαθώ· μτχ. παρκ. κακοπαθημένος· κακοπαθισμένος.
  • Α´ (Aμτβ.) ταλαιπωρούμαι, δυστυχώ:
    • (Aχέλ. 1945).
  • Β´ Mτβ.
    • 1) Yπομένω:
      • τον ήλιο εκακοπάθουν (Λίβ. P 2572).
    • 2) Yποφέρω:
      • πόσα εκακοπάθησεν ώστε να την κερδαίσει (Λίβ. Esc. 3930).

[αρχ. κακοπαθέω. Βλ. και κακοπαθαίνω, ‑παθίζω. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go