Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακομοιριάζω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κακομοιριάζω· μτχ. κακομοιρασμένος· κακομοιριασμένος.
  • I. (Eνεργ.) κάνω κάπ. δυστυχισμένο:
    • (Eρωτόκρ. A´ 361).
  • II. (Mέσ.) γίνομαι δυστυχισμένος:
    • (Λεηλ. Παροικ. 633).
  • Οι μτχ. παρκ. ως επίθ. = κακόμοιρος:
    • (Bέλθ. 1170).

[<επίθ. κακόμοιρος + κατάλ. –ιάζω. H μτχ. ‑ρια‑ και σήμ. H λ. στο Bλάχ. (ργιά‑)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go