Combined Search
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοζώ [kakozó] Ρ10.9α αόρ. κακόζησα και κακοέζησα, απαρέμφ. κακοζήσει : ζω σε συνθήκες φτώχειας ή καταπίεσης. ANT καλοζώ: Kακόζησε στα γεράματά του / μ΄ αυτόν που παντρεύτηκε.
[κακο- + ζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοζώητος -η -ο [kakozóitos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που έχει ζήσει δύσκολη, κακή ζωή· κακοζωισμένος.
[μσν. κακοζωη- (κακοζωώ < κακο- + ζω(ή) -ώ) `ζω άσχημα΄ -τος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοζωισμένος -η -ο [kakozoizménos] Ε3 : που έχει ζήσει δύσκολη, κακή ζωή η οποία έχει αφήσει σημάδια επάνω του. ANT καλοζωισμένος.
[μππ. του κακοζωίζω < κακο- + ζω(ή) -ίζω]