Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακογεννώ [kakojenó] & -άω Ρ10.1α : (οικ.) για γυναίκα ή για θηλυκό ζώο που έχει δύσκολο τοκετό.
[κακο- + γεννώ]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[κακο- + γεννώ]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |