Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακαρίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακαρίζω [kakarízo] Ρ2.1α : 1. για κότα, όταν η κραυγή της σχηματίζει έναν ήχο που μοιάζει με «κα κα κα». || γενικά, για την κραυγή ορνιθοειδών. 2. (μτφ., μειωτ.) για κπ., κυρίως για γυναίκα, που γελά με ένα γέλιο κοφτό, δυνατό και διαπεραστικό.

[ηχομιμ. κα κα (κα) -ρίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κακαρίζω· καρκαρίζω.
  • 1) (Προκ. για τη φωνή των ορνίθων και, γενικ., άλλων πουλιών) κακαρίζω:
    • κακαρίζει (ενν. η πέρδικα) δυνατά (Φυσιολ. (Legr.) 703
    • ορνίθι … γέννησε κι ύστερα καρκαρήθη (Aλεξ. 208).
  • 2) Φλυαρώ:
    • (Kορων., Mπούας 86).

[λ. ηχοπ. από τη φωνή της όρνιθας. H λ. στο Bλάχ. (κκ‑) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go