Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καινοτομώ [kenotomó] Ρ10.9α : εφαρμόζω νέες, πρωτοποριακές μεθόδους σε κπ. τομέα: Kαινοτόμησε φέτος η εταιρεία στον τρόπο της διανομής των κερδών της. || πρωτοτυπώ: Θέλησαν να καινοτομήσουν και η δεξίωση του γάμου τους δεν έγινε με το συνηθισμένο, παραδοσιακό τρόπο.
[λόγ. < αρχ. καινοτομῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- καινοτομώ.
-
- Aνανεώνω:
- (Λίβ. N 1983).
[αρχ. καινοτομέω. H λ. και σήμ.]
- Aνανεώνω: