Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθυποτάσσω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθυποτάσσω [kaθipotáso] -ομαι Ρ (βλ. υποτάσσω) : υποτάσσω, υποδουλώνω ολοκληρωτικά, κυριολεκτικά και μτφ.

[λόγ. < ελνστ. καθυποτάσσω]

[Λεξικό Κριαρά]
καθυποτάσσω· κατυποτάσσω.
  • Yποτάσσω εντελώς, κατακυριεύω:
    • τοις βασιλεύσιν εύχομαι … εχθρούς καθυποτάξαι (Γλυκά, Στ. 561).

[μτγν. καθυποτάσσω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go