Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθυβρίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθυβρίζω [kaθivrízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) εκφράζομαι ή ενεργώ με τρόπο υβριστικό ή εξευτελιστικό για κάποιο πρόσωπο ή για κπ. θεσμό: Οι δικτάτορες καθύβρισαν τη δημοκρατία.

[λόγ. < αρχ. καθυβρίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go