Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθορίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθορίζω [kaθorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. ορίζω με ακρίβεια τα τοπικά, χρονικά ή ποσοτικά όρια: Tα σύνορα των κρατών καθορίζονται με διεθνείς συμφωνίες. Δεν έχει καθοριστεί ακόμη η ημερομηνία των εξετάσεων και ο χώρος όπου θα διεξαχθούν. Tο υπουργείο θα καθορίσει το ύψος των ανατιμήσεων. β. προσδιορίζω με ακρίβεια τη φύση ενός αντικειμένου, ενός φαινομένου, μιας κατάστασης: Δεν μπορώ να καθορίσω τι ακριβώς συνέβη / ποιο συναίσθημα ήταν πιο έντονο, η θλίψη ή η οργή. 2. επηρεάζω αποφασιστικά την πορεία, την εξέλιξη μιας κατάστασης: H επέμβασή του καθόρισε το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μας. H συνέχιση της χρηματοδότησης θα καθορίσει την πορεία του έργου. H τύχη της επιχείρησης ήταν εκ των προτέρων καθορισμένη, ήταν προκαθορισμένη.

[λόγ. < ελνστ. καθορίζω `ορίζω΄ & σημδ. γαλλ. déterminer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go