Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθεύδω [kaθévδo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ., ειρ.) κοιμάμαι2, δε δείχνω κανένα ενδιαφέρον για προβλήματα που με αφορούν ή που είναι της αρμοδιότητάς μου: H κατάσταση έχει οξυνθεί, οι αρμόδιοι όμως καθεύδουν.
[λόγ. < αρχ. καθεύδω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καθεύδω· καθεύγω, (O γεννηθείς νεώτερος … φ. 151).
-
[αρχ. καθεύδω. Τ. κασήου τσακων. (Andr.)]