Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθαρογράφω [kaθaroγráfo] -ομαι Ρ αόρ. καθαρόγραψα, απαρέμφ. καθαρογράψει, παθ. αόρ. καθαρογράφτηκα και καθαρογράφηκα, απαρέμφ. καθαρογραφτεί και καθαρογραφεί, μππ. καθαρογραμμένος : 1. αντιγράφω κτ. από το πρόχειρο στο καθαρό, δηλαδή χωρίς τις διορθώσεις ή τις συμπληρώσεις που είχε η πρώτη διατύπωση ενός κειμένου: Πρέπει να καθαρογράψω την έκθεσή μου / το άρθρο μου. Tα πρακτικά της συνεδρίασης δεν καθαρογράφτηκαν ακόμη / δόθηκαν καθαρογραμμένα στο τυπογραφείο. 2. (μππ.) για χειρόγραφο κείμενο που είναι ευανάγνωστο και καθαρό: Kαθαρογραμμένο διαγώνισμα / τετράδιο.
[< καθαρο(γραφώ) μεταπλ. κατά το γράφω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθαρογραφώ [kaθaroγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) καθαρογράφω: Tο έγγραφο, αφού καθαρογραφηθεί, θα αποσταλεί στην αρμόδια υπηρεσία.
[λόγ. < μσν. καθαρογραφώ < καθαρο- + -γραφώ]