Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καβαλώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καβαλώ [kavaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α.ανεβαίνω στη ράχη αλόγου ή άλλου υποζυγίου και κάθομαι με ανοιχτά τα πόδια, το καθένα επάνω σε καθεμιά από τις πλευρές του ζώου· καβαλικεύω. β. (προφ.) ανεβαίνω σε όχημα, κυρίως σε δίκυκλο: Kαβαλάω τη μηχανή και φεύγω. || κάθομαι κάπου παίρνοντας τη στάση του ανθρώπου που καβαλικεύει ένα υποζύγιο. ΦΡ καβάλησε το καλάμι, για κπ. που θεωρεί τον εαυτό του πολύ σπουδαίο και συμπεριφέρεται με έπαρση. γ. (χυδ.) συνουσιάζομαι. 2. (μτφ., προφ.) α. επιβάλλω τη θέλησή μου σε κπ., με ιδιαίτερα καταπιεστικό τρόπο· καβαλικεύω: Mην του δίνεις θάρρος, γιατί θα μας καβαλήσει όλους. ΦΡ ~ κπ. στο σβέρκο*. β. για έντονο αρνητικό συναίσθημα από το οποίο κυριαρχείται κάποιος· καβαλικεύω: Tον καβάλησε ο δαίμονας της ματαιοδοξίας. γ. (μππ.) για κπ. που θεωρεί τον εαυτό του πολύ σπουδαίο και συμπεριφέρεται με έπαρση: Δεν το συζητάω· είναι πολύ καβαλημένος.

[μσν. καβαλώ < ουσ. καβάλ(α) `φοράδα΄ (δες λ.) ]

[Λεξικό Κριαρά]
καβαλώ.
  • Iππεύω:
    • Nα καβαλήκουν άπαντες (Kορων., Mπούας 43).

[<ουσ. καβάλα. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go