Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καβαλικεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καβαλικεύω [kavalikévo] Ρ5.2α μππ. καβαλικεμένος : 1.ανεβαίνω στη ράχη αλόγου ή άλλου υποζυγίου και κάθομαι με ανοιχτά τα πόδια, το καθένα επάνω σε καθεμιά από τις πλευρές του ζώου· καβαλώ. 2. (μτφ., οικ.) α. επιβάλλω τη θέλησή μου σε κπ., με ιδιαίτερα καταπιεστικό τρόπο· καβαλώ. β. για έντονα αρνητικό συναίσθημα που κυριαρχεί κπ.· καβαλώ: Tον καβαλίκεψε ο θυμός.

[μσν. καβαλλικεύω (ορθογρ. απλοπ.) < υστλατ. caballi c(are) μεταπλ. -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go