Combined Search
7 items total [1 - 7] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάμωμα το [kámoma] Ο49 : 1. (κυρ. πληθ.) συμπεριφορά προσποιητή. α. συμπεριφορά ενοχλητική ή παράξενη που προκαλεί την προσοχή και συνήθ. την αντίδραση των άλλων: Ο κόσμος γελάει με τα καμώματά του. β. συμπεριφορά κυρίως γυναίκας, που θέλει να προκαλέσει το ανδρικό ενδιαφέρον· νάζια: Tον τρέλανε με τα καμώματά της. 2. (λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κάνω, το φτιάξιμο. ΠAΡ Tης νύχτας* τα καμώ ματα τα βλέπει η μέρα και γελά.
[μσν. κάμωμα < καμώ(νω δες καμώνομαι) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάμωμα το· κάμουμα· κάμωμαν.
-
- 1)
- α) Έργο, κατασκεύασμα:
- εγώ κτίζω κι εσού χαλάς τα καμώματά μου! (Μαχ. 56820)·
- β) φτιάξιμο, κατασκευή:
- το κάμωμα της λυχνιάς σφυριστή μάλαμα (Πεντ. Αρ. VIII 4)·
- γ) (προκ. για τη σελήνη) σχηματισμός, γέμιση:
- το κάμωμα του φεγγαρίου (Μπερτόλδος 28)·
- δ) πλάσμα (ανθρώπινο):
- (Πιστ. βοσκ. III 6, 118)·
- ε) δημιούργημα λογοτεχνικό:
- (Ροδολ. Τοις αναγν. 21)·
- στ) (ιδ. στον πληθ.) ενέργεια, πράξη:
- της νύκτας τα καμώματα η ημέρα αναγελά τα (Σαχλ. Α´ PM 96)·
- ζ) (ιδ. στον πληθ.) κατορθώματα:
- ο Σατούρνος ήτον τιμημένος … διά τα καμώματά του (Κατζ. Δ´ 353)·
- η) (ιδ. στον πληθ.) άπρεπη πράξη:
- (Τριβ., Ρε 10)·
- θ) (ιδ. στον πληθ.) γεγονός, συμβάν:
- (Θησ. ΙΑ´ [102])·
- ι) ερωτική συνεύρεση:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [457]).
- α) Έργο, κατασκεύασμα:
- 2) Σοδειά, καρπός αγροτικής εργασίας:
- όνταν μαζώξεις τα καμώματά σου από το χωράφι (Πεντ. Έξ. XXIII 16).
- 3) Μισθός:
- κάμωμα μισταργού (Πεντ. Λευιτ. XIX 13).
- 4)
- α) Πανηγύρι, γλέντι:
- (Σαχλ., Αφήγ. 805)·
- β) διαπληκτισμός, τσάκωμα, καυγάς:
- (Σαχλ., Αφήγ. 241).
- α) Πανηγύρι, γλέντι:
[<καμώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμωματού η [kamomatú] Ο37 : (οικ.) γυναίκα που, με την κάπως προσποιητή αλλά χαριτωμένη συμπεριφορά της, προκαλεί το ανδρικό συνήθ. ενδιαφέρον· ναζιάρα.
[καμωματ- (κάμωμα) -ού]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμωμένος, μτχ.,
- βλ. κάμνω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμώνομαι [kamónome] Ρ1β : (λαϊκότρ.) προσποιούμαι, υποκρίνομαι· κάνω πως
ή παριστάνω τον
: Kαμώθηκε πως δεν άκουσε. Kαμώνεται τον άρρωστο / τον αθώο. || (έκφρ.) να καμωθείς, για να εκφράσουμε τη δυσαρέσκεια ή την αγανάκτησή μας, όταν κάποιος μας ρωτάει, τι να κάνει. (ειρ.) τι κάνεις; -~, βρίσκομαι σε κακή κατάσταση.
[μσν. καμώνω, -ομαι < συνοπτ. θ. καμ- (κάμνω δες στο κάνω) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμώνω ‑ομαι.
-
- 1) (Ενεργ. και μέσ., μτβ. και αμτβ.) προσποιούμαι, υποκρίνομαι:
- οι άρχοντες … εκαμώνουντα πως δεν ηξεύρουν τίποτας (Σουμμ., Ρεμπελ. 182).
- 2) (Ενεργ.) αροτριώ:
- αν ήτον να κάμει το περιβόλιν οπού εποντίζετον, αν ουδέν είχεν καμωθεί εις τον καιρόν του (Ασσίζ. 32828).
[<αόρ. έκαμον-κάμω του κάμνω + κατάλ. ‑ώνω. Το μέσ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) (Ενεργ. και μέσ., μτβ. και αμτβ.) προσποιούμαι, υποκρίνομαι:
[Λεξικό Κριαρά]
- καμωσούδια τα.
-
- Ό,τι κάνει κάπ. (με τα χέρια του):
- (Ερωτόκρ. Β´ 78).
[<ουσ. *κάμωση + κατάλ. ‑ούδι. Η λ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ., ‑μο‑)]
- Ό,τι κάνει κάπ. (με τα χέρια του):