Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιχνογραφώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιχνογραφώ [ixnoγrafó] -είται Ρ10.9 : (για παιδιά και μικρούς μαθητές) παρασταίνω, ζωγραφίζω ένα αντικείμενο με γραμμές και συνήθ. χωρίς χρώματα.

[λόγ. ιχνογράφ(ος) -ώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go