Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιχνηλατώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιχνηλατώ [ixnilató] Ρ10.9α : καταδιώκω κπ. αναζητώντας και ακολουθώντας τα ίχνη του.

[λόγ. < ελνστ. ἰχνηλατῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ιχνηλατώ.
  • 1) Αναζητώ τα ίχνη, ανιχνεύω:
    • τῃ ρινί ιχνηλατεί (ενν. ο κύων) (Ιερακοσ. 51210).
  • 2) (Πιθ.) περιορίζω στενά (μια πόλη):
    • χρόνον προς χρόνον ιχνηλατούντες ουκ εώσιν αυτήν εσοδιάζειν χρόνους τρεις (Ιστ. Ηπείρ. XIII2).

[μτγν. ιχνηλατέω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go