Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ισοσταθμίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισοσταθμίζω [isostaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω δύο πράγματα να έχουν το ίδιο βάρος ή, συνήθ. μτφ., την ίδια βαρύτητα, έτσι που το ένα να εξουδετερώνει τις συνέπειες του άλλου· (πρβ. εξισορροπώ, ισοφαρίζω, αντισταθμίζω): ~ τα κέρδη και τις ζημίες. || (συνήθ. παθ.): Mια απωθημένη εχθρότητα ισοσταθμίζεται με πολλαπλές και φορτικές περιποιήσεις προς το μισούμενο πρόσωπο.

[λόγ. < αρχ. επίθ. ἰσόσταθμ(ος) `που έχει ίσο βάρος΄ -ίζω μτφρδ. γαλλ. équilibrer, balancer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go