Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ισοσκελίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισοσκελίζω [isoskelízo] -ομαι Ρ2.1 : εξισώνω τα δύο αντίθετα ποσά (ή σκέλη) ενός λογιστικού πίνακα.

[λόγ. ισοσκελ(ής) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go