Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιεροσυλώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιεροσυλώ [ierosiló] Ρ10.9α : κάνω ιεροσυλία. α. κλέβω ιερά αντικείμενα, από ναό ή άλλο ιερό χώρο. β. δείχνω ασέβεια προς κτ. που είναι ιερό, προσβάλλω την ιερότητά του: Iεροσυλείτε απέναντι στη μνήμη των προγόνων μας με όσα λέτε.

[λόγ. < αρχ. ἱεροσυλῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go