Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιδρυματοποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδρυματοποιώ [iδrimatopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κπ. να περιέλθει σε κατάσταση ιδρυματισμού.

[λόγ. ιδρυματ- (ίδρυμα) -ο- + -ποιώ απόδ. αγγλ. institutionalize]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go