Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εχθρεύομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εχθρεύομαι [exθrévome] Ρ5.1β (χωρίς μππ.) : αισθάνομαι έχθρα για κπ., τον αντιμετωπίζω ως εχθρό: Tον εχθρεύεται, γιατί νομίζει πως τον αδίκησε στη μοιρασιά. Εχθρεύεται όλο τον κόσμο, αντιπαθεί.

[λόγ. < ελνστ. ἐχθρεύω μέσο κατά τα μάχομαι, απεχθάνομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go