Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εφησυχάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφησυχάζω [efisixázo] Ρ2.1α μππ. εφησυχασμένος : δεν ανησυχώ για την ενδεχόμενη κακή εξέλιξη μιας υπόθεσης, με συνέπεια να παραμένω αδρανής αντί να δραστηριοποιούμαι, για να προλάβω ή για να αντιμετωπίσω κτ. δυσάρεστο: Bασίστηκαν στις διαβεβαιώσεις του και εφησύχασαν, ενώ θα έπρεπε να είχαν λάβει εγκαίρως τα μέτρα τους. Ο εφησυχασμένος πολίτης δεν είναι καλός πολίτης. || κάνω κπ. να εφησυχάσει.

[λόγ. < ελνστ. ἐφησυχάζω `παραμένω ήσυχος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go