Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευθυμώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευθυμώ [efθimó] Ρ10.9α : (λόγ.) είμαι σε κατάσταση ευθυμίας: Ήπιαμε λίγο κρασί, ευθυμήσαμε κι αρχίσαμε το τραγούδι.

[λόγ. < αρχ. εὐθυμῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ευθυμώ· φθυμώ.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Διασκεδάζω:
        • εκεί λοιπόν ευθύμησαν, εκεί ευωχηθήκαν (Διγ. O 2167
      • β) χαίρομαι:
        • εξέβησαν έξω να ευθυμήσουν (Απολλών. 345).
    • 2) Ξενοιάζω:
      • να σε παντρέψω μου μηνούν ρηγάδες, να φθυμήσω (Ιμπ. (Legr.) 319).
  • II. (Μέσ.) διασκεδάζω:
    • με χαρές ετρώγασιν, με δόξες ευθυμούνταν (Διγ. O 1151).

[αρχ. ευθυμέω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go