Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευδοκιμώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευδοκιμώ [evδokimó] Ρ10.9α : 1.για φυτό που έχει, που βρίσκει τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να φυτρώσει και να αναπτυχθεί· (πρβ. φύομαι): Φυτό που ευδοκιμεί μόνο σε θερμά κλίματα. || (επέκτ., ειρ.): Στη χώρα μας δεν ευδοκιμεί η ευθιξία. 2. (λόγ.) ασχολούμαι επιτυχώς με κτ., πετυχαίνω σε αυτό.

[λόγ. < αρχ. εὐδοκιμῶ `έχω καλή φήμη, είμαι δημοφιλής΄ σημδ. γαλλ. prospérer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go