Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευαγγελίζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευαγγελίζομαι [evangelízome] Ρ2.1β : (λόγ.) αναγγέλλω ή υπόσχομαι (κτ. πολύ ευχάριστο): Σαν προφήτης που ευαγγελίζεται τον ερχομό του Mεσσία.

[λόγ. < αρχ. εὐαγγελίζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go