Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ετάζω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ετάζω.
  • 1) Εξετάζω:
    • (Δούκ. 23311).
  • 2) Βασανίζω, τυραννώ:
    • ψυχάς … δεινώς εταζομένας (Γλυκά, Στ. 449).

[αρχ. ετάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go