Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ετάζω.
-
- 1) Εξετάζω:
- (Δούκ. 23311).
- 2) Βασανίζω, τυραννώ:
- ψυχάς … δεινώς εταζομένας (Γλυκά, Στ. 449).
[αρχ. ετάζω]
- 1) Εξετάζω:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[αρχ. ετάζω]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |