Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ερανίζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερανίζομαι [eranízome] Ρ2.1β : (λόγ.) επιλέγω από ένα κείμενο ορισμένες φράσεις, χωρία κτλ., συνήθ. με ορισμένο περιεχόμενο, και τα συγκεντρώνω ή τα χρησιμοποιώ: Στο βιβλίο αυτό παρατίθενται στίχοι τους οποίους ο συγγραφέας έχει ερανισθεί από τα ομηρικά έπη. Bιβλίο με ρητά που έχουν ερανισθεί από τη Bίβλο.

[λόγ. < αρχ. ἐρανίζομαι `συλλέγω, δανείζομαι΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go