Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ενωτίζομαι.
-
- Ακούω κ. με προσοχή:
- τα λόγια μου καλά τα ενωτίσθη (Διγ. O 1132).
[μτγν. ενωτίζομαι]
- Ακούω κ. με προσοχή:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[μτγν. ενωτίζομαι]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |