Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ενυπνιάζομαι· ’νυπνιάζομαι· αόρ. ενεπνιάστην.
-
- Βλέπω όνειρα, ονειρεύομαι· οραματίζομαι κ.:
- ενεπνιάστην και είδεν όρομαν (Μαχ. 6505· Βακτ. αρχιερ. 159).
[αρχ. ενυπνιάζομαι. Η λ. και τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]
- Βλέπω όνειρα, ονειρεύομαι· οραματίζομαι κ.: