Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εντυπωσιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντυπωσιάζω [endiposiázo] -ομαι Ρ2.1 : προκαλώ σε κπ. ζωηρή, καλή εντύπωση, συγκίνηση, ενδιαφέρον, προσοχή κτλ.: Tο θέαμα εντυπωσίασε το κοινό. Mε εντυπωσίασε η πρωτοτυπία του. Στην προσπάθειά του να μας εντυπωσιάσει, δεν απέφυγε τις υπερβολές. || (παθ.) κυριαρχούμαι από μια ζωηρή εντύπωση: Εντυπωσιάστηκα με την ομορφιά του τοπίου. Εντυπωσιασμένοι από το μεγαλειώδες θέαμα.

[λόγ. εντύπωσι(ς) -άζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go