Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντρυφώ [endrifó] Ρ10.1α : (λόγ.) ασχολούμαι με κτ., επιδίδομαι σε πνευματική κυρίως απασχόληση, με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, απόλαυση: Εντρυφούν στη μελέτη της φιλοσοφίας.
[λόγ. < αρχ. ἐντρυφῶ]